- ηπεροπευτής
- ἠπεροπευτής, ό (Α)αυτός που πλανεύει, που ξεμυαλίζει τις γυναίκες και τίς καταφέρνει να συνάψουν μαζί του ερωτικό δεσμό («γυναιμανές, ἠπεροπευτά» Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπεροπεύω. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην κλητική ηπεροπευτά].
Dictionary of Greek. 2013.